- καμψός
- καμψός, -ή, -όν (Α)γαμψός, γυριστός, καμπύλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ' αναλογία προς το γαμψός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμψός — crooked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμψόν — καμψός crooked masc acc sg καμψός crooked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
косой — укр. косий, сербохорв. ко̏с, чеш. kosy, польск. kоsу. Сюда же косвенный (см.). Производное от коса II; см. Бернекер 1, 585; Видеман, ВВ 29, 15 и сл. Ошибочны сравнения с др. инд. сāраs дуга , шв., норв. hasp железная скоба , нидерл. hеsре… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… … Dictionary of Greek
kam-p- — kam p English meaning: to bend Deutsche Übersetzung: “biegen” Material: O.Ind. kapanü “worm, caterpillar, inchworm” (*km̥penü), kampate “trembles”, if originally “ writhes, curves “ (doubtful); ablaut. kumpa (uncovered) “ lahm… … Proto-Indo-European etymological dictionary